άδρυς

άδρυς
ἄδρυς (-υος), -υ (Α) [δρῡς]
αυτός που δεν έχει δρυς και γενικότερα δέντρα, ο άδεντρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδρύς — ιά, ύ ο αδρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός, κατά τα παχύς, δασύς] …   Dictionary of Greek

  • αδρύς, -ιά, -ύ — βλ. αδρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδριαίνω — και αδρίζω άδρισα, γίνομαι αδρύς, σκληρύνομαι: Αδρίσανε οι χούφτες του από την τσάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”